σιδηροκύτταρο

σιδηροκύτταρο
το, Ν
ανατ. ερυθρό αιμοσφαίριο που φέρει σιδηρούχα μη αιμοσφαιρινικά έγκλειστα, κυανού χρώματος μετά από χρώση Περλς, ή σιδηροκυανιούχου καλίου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”